γνωμολογώ

γνωμολογώ
(ε) αμετ.
1) говорить сентенциями; 2) собирать изречения, сентенции, максимы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γνωμολογώ" в других словарях:

  • γνωμολογώ — (AM γνωμολογῶ έω) 1. συλλέγω γνωμικά 2. εκφράζομαι με γνωμικά …   Dictionary of Greek

  • γνωμολογώ — 1. μιλώ χρησιμοποιώντας γνωμικά: Μερικοί γέροντες γνωμολογούν στις συζητήσεις τους. 2. συλλέγω γνωμικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωμολογῶ — γνωμολογέω speak in maxims pres subj act 1st sg (attic epic doric) γνωμολογέω speak in maxims pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»